σαρδισμός

σαρδισμός
ὁ, Α [Σάρδεις]
η συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών διαλέκτων εξαιτίας τού μωσαϊκού τών λαών που ζούσαν στις Σάρδεις, πρωτεύουσα τής Λυδίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σορδισμός — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ἤτοι ἑλληνίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί σαρδισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”